κατοδύρομαι
οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → for health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
[ῡ], A deplore, τὸ ζῆν Pl.Ax.367d; τὴν ἑαυτοῦ τύχην D.S.13.58; ταυτὶ -όμενος X.Eph.5.1, cf. Parth.26.4:—Pass., to be mourned, Arch.Pap.1.220 (Ptol.).
German (Pape)
[Seite 1402] med., sehr beklagen; Plat. Ax. 367 d; τὴν τύχην D. Sic. 13, 58; περί τινος 20, 40.
Greek (Liddell-Scott)
κατοδύρομαι: ἀποθετ., θρηνῶ πολύ, τι Πλάτ. Ἀξίοχ. 367D, Διόδ. 13. 58, κ. περί τινος ὁ αὐτ. 20. 40· καὶ παθ., κατοδυρθείς, ὑμνηθείς.
Greek Monolingual
κατοδύρομαι (Α)
1. θρηνώ πάρα πολύ («πολλὰ τὴν ἑαυτῶν τύχην κατωδύροντο». Διόδ.)
2. καθικετεύω εκλιπαρώ, θερμοπαρακαλώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὀδύρομαι «θρηνώ»].
Russian (Dvoretsky)
κατοδύρομαι: (ῡ)1) горько жаловаться, скорбеть (περί τινος Diod.);
2) оплакивать (τὸ ζῆν Plat.; τὴν τύχην Diod.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατ-οδύρομαι hevig bejammeren.