κιρρώδης
From LSJ
Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρυσὸν τὸ πῦρ → Aurum probatur igne, amicus tempore → Der Zeitpunkt sondert Freunde, wie das Feuer Gold
English (LSJ)
ες, A inclined to orange-tawny, Hippiatr.104.
Greek Monolingual
κιρρώδης, -ῶδες (Μ) κιρρός
αυτός που έχει το χρώμα του πορτοκαλιού.