κνημιαῖος

From LSJ
Revision as of 08:45, 14 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "αῑο" to "αῖο")

Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid

Menander, Monostichoi, 183
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνημιαῖος Medium diacritics: κνημιαῖος Low diacritics: κνημιαίος Capitals: ΚΝΗΜΙΑΙΟΣ
Transliteration A: knēmiaîos Transliteration B: knēmiaios Transliteration C: knimiaios Beta Code: knhmiai=os

English (LSJ)

α, ον, A of the calf or leg, Hp.Oss.16 (written κνημαῖος Gal.19.112).

German (Pape)

[Seite 1460] = κνημαῖος, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

κνημιαῖος: -α, -ον, = κνημαῖος, Ἱππ. 279. 19· πρβλ. Λοβεκ. Φρύνιχ. 556.

Greek Monolingual

και κνημαίος, -α, -ο (AM κνημιαῖος και κνημαῖος, -αία, -ον) κνήμη
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κνήμηκνημιαίος μυς»).