κολουρόκωνος
From LSJ
λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man
English (LSJ)
ὁ, truncated cone, Hero Metr.3.22.
Greek Monolingual
κολουρόκωνος, ὁ (Α)
ο κώνος του οποίου κόπηκε το τμήμα της κορυφής, κόλουρος κώνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόλουρος + κῶνος.