κραταιόχειρ

From LSJ
Revision as of 13:55, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρᾰταιόχειρ Medium diacritics: κραταιόχειρ Low diacritics: κραταιόχειρ Capitals: ΚΡΑΤΑΙΟΧΕΙΡ
Transliteration A: krataiócheir Transliteration B: krataiocheir Transliteration C: krataiocheir Beta Code: krataio/xeir

English (LSJ)

χειρος, ὁ, ἡ, A mighty of hand, Ath.Mitt.24.257 (Thrace).

Greek (Liddell-Scott)

κραταιόχειρ: χειρος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων κραταιὰν χεῖρα, κυρίως καὶ μεταφ., Κ. Μανασσ. Χρον. 27, 77.

Greek Monolingual

κραταιόχειρ, -ειρος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει δυνατά χέρια, κραταιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κραταιός + χείρ, χειρός (), πρβλ. αριστερό-χειρ, μονό-χειρ].