κράνα

From LSJ
Revision as of 11:30, 3 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")

γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κράνα Medium diacritics: κράνα Low diacritics: κράνα Capitals: ΚΡΑΝΑ
Transliteration A: krána Transliteration B: krana Transliteration C: krana Beta Code: kra/na

English (LSJ)

A v. κρήνη. II = κεφαλή, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

κράνα: Δωρ. ἀντὶ τοῦ κρήνη. ΙΙ. = κεφαλή, Ἡσύχ.

English (Slater)

κρᾱνα (-α, -ᾳ, -αν; -ᾶν.) spring Φοῖβε, Παρνασσοῦ τε κράναν Κασταλίαν φιλέων (P. 1.39) Ἀρέθοισαν ἐπὶ κράναν (P. 3.69) κράναν Ὑπερῇδα λιπών (P. 4.125) ἐπ' Ἀπόλλωνός τε κράνᾳ the spring Kyre in Cyrene (P. 4.294) πρόσθα μὲν ἲς Ἀχελωίου τὸν ἀοιδότατον Εὐρωπία κράνα Μέλ[ανό]ς τε ῥοαὶ τρέφον κάλαμον (Wil., Turyn, qui Εὐρωπία ῥοαί appositionem esse existimat verborum ἶς Ἀχελωίου: v. Wil., GGA, 1900, 43) fr. 70. 2. κελάρυξεν, ὡς ἀπὸ κρανᾶν φέρτατον ὕδωρ *fr. 104b.* ]κράνας ο[ὐ π]ρολείπει[ ὕ]δωρ (supp. Lobel) Θρ. 4. 18. test., Σ Ammon. Hom., Φ 1; Πίνδαρος ὠκεανοῦ τὰ πέταλα τὰς κρήνας λέγων fr. 326.

Greek Monolingual

κράνα, ἡ (Α)
(δωρ. τ.) βλ. κρήνη.

Greek Monotonic

κράνα: Δωρ. αντί κρήνη.

Russian (Dvoretsky)

κράνᾱ: (ρᾱ) ἡ дор. Theocr., Anth. = κρήνη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κράνα Dor. voor κρήνη.