λιθοκοπικός

From LSJ
Revision as of 18:15, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2")

ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐθοκοπικός Medium diacritics: λιθοκοπικός Low diacritics: λιθοκοπικός Capitals: ΛΙΘΟΚΟΠΙΚΟΣ
Transliteration A: lithokopikós Transliteration B: lithokopikos Transliteration C: lithokopikos Beta Code: liqokopiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A of or for stone-cutting, σκεῦος Eust.1533.10.

German (Pape)

[Seite 45] ή, όν, zum Steinhauen gehörig, Eust. ἡ λιθοκοπικὴ τέχνη, Steinhauerkunft.

Greek (Liddell-Scott)

λῐθοκοπικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς λιθοκοπίαν, σκεῦος Εὐστ. 1533. 10· ἡ -κή, (δηλ. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ κόπτειν λίθους, Θεοδώρητ. IV. 797Β.

Greek Monolingual

λιθοκοπικός, -ή, -όν (Α) λιθοκόπος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λιθοκοπία.