μελανοποιός

From LSJ
Revision as of 17:42, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελᾰνοποιός Medium diacritics: μελανοποιός Low diacritics: μελανοποιός Capitals: ΜΕΛΑΝΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: melanopoiós Transliteration B: melanopoios Transliteration C: melanopoios Beta Code: melanopoio/s

English (LSJ)

όν, A blackening, Hsch. s.v. μελαινάων.

German (Pape)

[Seite 119] schwarz machend, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μελᾰνοποιός: -όν, «μαυρίζων», Ἠσήχ. ἐν λέξ. μελαινάων.

Greek Monolingual

μελανοποιός, -όν (Α) μέλας, -ανος]
γλώσσα του Ησύχ. στη λ. μελαινάων) αυτός που καθιστά κάτι μαύρο, που μαυρίζει κάτι.