μιμάς

From LSJ
Revision as of 15:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Δοῦλος πεφυκὼς εὐνόει τῷ δεσπότῃ → Hero bene cupias servitutem serviens → Sei deinem Herrn, bist du auch Sklave, wohlgesinnt

Menander, Monostichoi, 116
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑμάς Medium diacritics: μιμάς Low diacritics: μιμάς Capitals: ΜΙΜΑΣ
Transliteration A: mimás Transliteration B: mimas Transliteration C: mimas Beta Code: mima/s

English (LSJ)

άδος, ἡ, A actress of μῖμοι, Ael.Fr.123, IG14.2342 (Aquileia), AP9.139tit.

German (Pape)

[Seite 186] άδος, ἡ, eine Art mimische Künstlerinn, Ael. bei Suid. v. κρίσεως.

Greek (Liddell-Scott)

μῑμάς: -άδος, ἡ, γυνὴ ὑποκρινομένη ἐν τοῖς μίμοις, Αἰλ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξ. κρίσεως, Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 609. 6.

Greek Monolingual

μιμάς, -άδος, ἡ (Α)
γυναίκα ηθοποιός που έπαιζε μίμους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῖμος + κατάλ. -άς (πρβλ. μελαιν-άς, χαλκ-άς)].

Russian (Dvoretsky)

μῑμάς: άδος ἡ мимада, мимическая актриса Anth.