ναυλόχιον
From LSJ
ἀνάγκη τὸ κινοῦν ἀντικινεῖσθαι → what incites movement must suffer a counter-movement
English (LSJ)
τό, = ναύλοχος ΙΙ, Ar.Fr.78.
German (Pape)
[Seite 231] τό, Ankerplatz, Ar. bei Poll. 9, 28.
Greek (Liddell-Scott)
ναυλόχιον: τό, = ναύλοχος, ΙΙ, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 69.
Greek Monolingual
ναυλόχιον, τὸ (Α) ναύλοχος
σταθμός πλοίων, λιμάνι.
Russian (Dvoretsky)
ναυλόχιον: τό мор. место стоянки, рейд Arph.