Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

νεωποίης

From LSJ
Revision as of 09:10, 18 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ποῑ" to "ποῖ")

Τῶν εὐτυχούντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Homines amici sunt omnes felicibus → Nur derer, die im Glück sind, Freund ist jeder Mensch

Menander, Monostichoi, 507
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεωποίης Medium diacritics: νεωποίης Low diacritics: νεωποίης Capitals: ΝΕΩΠΟΙΗΣ
Transliteration A: neōpoíēs Transliteration B: neōpoiēs Transliteration C: neopoiis Beta Code: newpoi/hs

English (LSJ)

ου, ὁ, A official in charge of the temple-fabric, οἱ ν. τῶν θεῶν SIG46.6 (Halic., v B.C.), cf. 353.1 (Ephesus, iv B.C.), etc.:— also νεω-πόης, Inscr.Prien.195.4 (iii/ii B.C.), 174.31 (ii B.C.); νεοποίης, Supp.Epigr.1.395 (Samos, i A.D.), Ephes.2 No.83: Dor. νᾱποίας SIG 1023.33, al. (Cos); νᾱπόας IGRom.4.1097, 1098, SIG793 (ibid., i A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

νεωποίης: -ου, ὁ, ἄρχων τις ἐν Ἀσιατικαῖς πόλεσιν, ὅστις πολλάκις εἶχε τὴν ἐπιμέλειαν τῶν ἱερῶν οἰκοδομῶν, Λατ. aedilis, (πρβλ. νεωκόρος), Συλλ. Ἐπιγρ. 2656. 1., 2671. 25., 2749, κτλ.· ὡσαύτως νεωποιός, 2824, 17, 2848. καὶ νεοποιός, 2785, κτλ.· ― ἐντεῦθεν νεωποιέω ὑπηρετῶ ὡς νεωποιός, 2930, 2956, 2985, κτλ., πρβλ. Πολυδ. Α΄, 11.

Greek Monolingual

νεωποίης και νεωπόης και νεοποίης και δωρ. τ. ναποίας και ναπόας, ὁ (Α)
υπάλληλος στις μικρασιατικές πόλεις ο οποίος είχε την επιμέλεια τών ιερών οικοδομημάτων («οἱ νεωποῖαι τών θεών», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του νεωποιός (πρβλ. τα συνθ. σε -αρχος / -άρχης)].