καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
Full diacritics: περιίσχω | Medium diacritics: περιίσχω | Low diacritics: περιίσχω | Capitals: ΠΕΡΙΙΣΧΩ |
Transliteration A: periíschō | Transliteration B: periischō | Transliteration C: periischo | Beta Code: perii/sxw |
v. περιέχω.
περιίσχω: ἴδε περιέχω.
Α
(δ. γρφ.) περιέχω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ἴσχω, άλλος τ. του ἔχω].
περιίσχω: = περιέχω.