περιλίπαρος
From LSJ
Τὰ χρήματ' ἀνθρώποισιν εὑρίσκει φίλους → Invenit amicos hominibuspecunia → Was den Menschen Freunde findet, ist das Geld
English (LSJ)
[λῐ], ον, very moist and shiny, βλέμμα Paul.Aeg.3.71.
Greek Monolingual
-ον, Μ
υγρός και λαμπερός («περιλίπαρον βλέμμα», Παυλ. Αιγ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + λιπαρός.