περιλίπαρος

From LSJ

ἀνδρὸς σπλάγχνον ἐκμαθεῖν → learn a man's heart, learn a man's inward nature

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιλίπᾰρος Medium diacritics: περιλίπαρος Low diacritics: περιλίπαρος Capitals: ΠΕΡΙΛΙΠΑΡΟΣ
Transliteration A: perilíparos Transliteration B: periliparos Transliteration C: periliparos Beta Code: perili/paros

English (LSJ)

[λῐ], ον very moist and shiny, βλέμμα Paul.Aeg.3.71.

Greek Monolingual

-ον, Μ
υγρός και λαμπερός («περιλίπαρον βλέμμα», Παυλ. Αιγ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + λιπαρός.