περισσομελής
From LSJ
λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man
English (LSJ)
ές, with superfluous limbs, Heph.Astr. 1.1, Man.4.464, Vett.Val.18.33, al.
German (Pape)
[Seite 592] ές, mit überflüssigen, übermäßigen Gliedern, Maneth. 4, 464.
Greek (Liddell-Scott)
περισσομελής: -ές, ὁ ἔχων μεγάλα μέλη τοῦ σώματος, Μανέθων 4. 464.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που έχει περιττά σωματικά μέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + -μελής (< μέλος), πρβλ. μικρο-μελής].