πιθήκιον

From LSJ
Revision as of 10:42, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῐθήκιον Medium diacritics: πιθήκιον Low diacritics: πιθήκιον Capitals: ΠΙΘΗΚΙΟΝ
Transliteration A: pithḗkion Transliteration B: pithēkion Transliteration C: pithikion Beta Code: piqh/kion

English (LSJ)

τό, Dim. of πίθηκος, Lat.
A pithecium Plaut.Mil.989.
II weight hung between two ships coupled for carrying engines of war, Ath.Mech.32.11.
III = ἀντίρρινον, Ps.-Apul.Herb.86.

Greek (Liddell-Scott)

πιθήκιον: τό, ὑποκορ. τοῦ πίθηκος, pithecium παρὰ τῷ Πλαύτῳ. ΙΙ. εἶδος μηχανῆς, Ἀρχ. Μαθ. 9.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ πίθηκος
(υποκορ. του πίθηκος) μικρός πίθηκος, πιθηκάκι, μαϊμουδίτσα
νεοελλ.
ζωολ. γένος πλατύρρινων νυκτόβιων πιθήκων της Νότιας Αμερικής με μικρό, συμμαζεμένο σώμα και θυσανωτή ουρά
αρχ.
1. βάθρο που στηριζόταν σε δύο πλοία και πάνω στο οποίο τοποθετούσαν βαριές πολεμικές μηχανές για μεταφορά
2. το φυτό αντίρρινον.