ποικιλόχειρος
From LSJ
Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück
English (LSJ)
ον, A with changeful hands, (θεά), of Fortune, prob. in Lyr.Alex.Adesp.34.1.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για την τύχη) αυτή που έχει ποικίλα, άστατα χέρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος+ -χειρος (< χείρ, χειρός),πρβλ. υπό-χειρος].