Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πολυσύνθετος

From LSJ
Revision as of 10:41, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυσύνθετος Medium diacritics: πολυσύνθετος Low diacritics: πολυσύνθετος Capitals: ΠΟΛΥΣΥΝΘΕΤΟΣ
Transliteration A: polysýnthetos Transliteration B: polysynthetos Transliteration C: polysynthetos Beta Code: polusu/nqetos

English (LSJ)

πολυσύνθετον,
A much-compounded, Plot.5.9.3; of medicines, with many ingredients, Alex.Trall.5.5; of words, with many elements, Sch.Ar.Ra.844, etc.
II τὸ π. the union of clauses by many particles, Rutil.1.14.

German (Pape)

[Seite 674] vielfach zusammengesetzt, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠσύνθετος: -ον, ὁ ἐκ πολλῶν συγκείμενος, κόσμος Εὐσ. Ἐγκώμ. Κωνστ. 12· ῥήματα Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 844, κτλ.· ― τὸ πολυσύνθετον, ἡ σύνδεσις τῶν προτάσεων διὰ πολλῶν μορίων, Rutil. Lup. 1. 14.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολυσύνθετος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που συγκροτείται, που απαρτίζεται από πολλά τμήματα, από πολλά στοιχεία
2. (ιδίως για φαρμακευτικά παρασκευάσματα) αυτός που αποτελείται από πολλά συστατικά
3. (για λέξη) αυτός που έχει σχηματιστεί με περισσότερα από δύο συνθετικά, όπως λ.χ. δι-εισ-δύω, προ-κατα-λαμβάνω, παρα-σύν-θημα
4. το ουδ. ως ουσ. το πολυσύνθετο
γραμμ. σχήμα λόγου κατά το οποίο η σύνδεση τών προτάσεων γίνεται με τη χρήση πολλών μορίων
νεοελλ.
μτφ. (για πρόσ.) αυτός που έχει πολλά χαρίσματα ή πολλές ικανότητες, χαρισματικός, πολυτάλαντος («πολυσύνθετη προσωπικότητα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + σύνθετος.