πολύχεσος

From LSJ
Revision as of 15:40, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠχεσος Medium diacritics: πολύχεσος Low diacritics: πολύχεσος Capitals: ΠΟΛΥΧΕΣΟΣ
Transliteration A: polýchesos Transliteration B: polychesos Transliteration C: polychesos Beta Code: polu/xesos

English (LSJ)

ον, (χέζω): π. νόσημα diarrhoea, Com. Adesp. 19.

German (Pape)

[Seite 677] den Durchfall habend, νόσος, der Durchfall, Suid. aus einem Dichter.

Greek (Liddell-Scott)

πολύχεσος: -ον, (χέζω)· πολύχεσον νόσημα, ἡ διάρροια, Κωμικ. Ἀνώνυμ. 365, Σουΐδ. ἐν λ. ἀπηλλάγησαν.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που επιφέρει πολλές κενώσεις, που προκαλεί συχνές αποπατήσεις («ἀπηλλάγημεν πολυχέσου νοσήματος», Κωμ. Αδέσπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + χέζω + επίθημα -σος, κατά το κόμπα-σος].