πολύκαμπτος

From LSJ
Revision as of 13:15, 28 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at workjust at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύκαμπτος Medium diacritics: πολύκαμπτος Low diacritics: πολύκαμπτος Capitals: ΠΟΛΥΚΑΜΠΤΟΣ
Transliteration A: polýkamptos Transliteration B: polykamptos Transliteration C: polykamptos Beta Code: polu/kamptos

English (LSJ)

ον = πολυκαμπής (much bent, with many curves, with many flourishes), μελέων π. v.l. for πολυπλάγκτων in Parm. 16.1.

German (Pape)

[Seite 663] vielfach gebogen, Poll. 4, 73; auch μέλη, Parmenid. bei Arist. metaph. 3, 5.

Greek (Liddell-Scott)

πολύκαμπτος: -ον, ὁ πολὺ καμπτόμενος ἢ πολὺ κεκαμμένος, Θεοφρ. π. Αἰσθ. 66· ὁ ἐκ πολλῶν καμπῶν καὶ στροφῶν ἀποτελούμενος, ἐπὶ ἐντέχνου διακοσμήσεως μουσικῆς, π. μέλη Παρμεν. 146, πρβλ. Πολυδ. Δ΄, 66.

Greek Monolingual

-ον, Α
ο πολυκαμπής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + καμπτός (< κάμπτω), πρβλ. εύ-καμπτος].

Russian (Dvoretsky)

πολύκαμπτος: весьма гибкий (μέλη Parmenides ap. Arst.).