ποτιμυθέομαι
From LSJ
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
English (LSJ)
v. προσμυθέομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ποτιμυθέομαι: Δωρ. ἀντὶ προσμ-, Θεόκρ.
Greek Monotonic
ποτιμυθέομαι: Δωρ. αντί προσ-μυθέομαι.
Russian (Dvoretsky)
ποτῐμῡθέομαι: дор. Theocr. = * προσμυθέομαι.