πρατίας
From LSJ
Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
English (LSJ)
ου, ὁ, = πρατήρ, Com.Adesp.336.5 (dub., cf. πρᾶος).
German (Pape)
[Seite 696] ὁ, = πρατήρ, Phot. lex. ὁ τὰ δημόσια πωλῶν, κήρυξ δημόσιος; comic. b. Poll. 7, 8.
Greek (Liddell-Scott)
πρᾱτίας: -ου, ὁ, = πρατήρ, ἐν χρήσει παρὰ τοῖς κωμικοῖς, Πολυδ. Ζ΄, 8· «πρατίας· ὁ δημόσια πωλῶν καὶ κηρύσσων» Ἡσύχ., Φώτ.
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. πρατήρ
2. (κατά τον Ησύχ.) «πρατίας
ὁ δημόσια πωλῶν καὶ κηρύσσων».
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρατός + επίθημα -ίας].