πρηστικός

From LSJ
Revision as of 15:45, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

τὸ φῶς τὸ ἄδυτον καὶ ἀνέσπερον → undimmed and unsetting light

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρηστικός Medium diacritics: πρηστικός Low diacritics: πρηστικός Capitals: ΠΡΗΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: prēstikós Transliteration B: prēstikos Transliteration C: pristikos Beta Code: prhstiko/s

English (LSJ)

ή, όν, = ἐμφυσητικός, Hp. ap. Gal.19.132 (Sup.).

German (Pape)

[Seite 700] = πρηστήριος; πρηστικώτατον erkl. Galen. aus Hippocr. ἐμφυσητικώτατον.

Greek (Liddell-Scott)

πρηστικός: -ή, -όν, (πρήθω) = πρηστήριος, Γαλην. Λεξ. Ἱππ. σ. 548.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
αυτός που προκαλεί διόγκωση, εμφυσητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πρη- του πίμ-πρη-μι «πυρπολώ, φουσκώνω» + κατάλ.-(σ)τικός. Η παρουσία του -σ- αποτελεί αναλογικό σχηματισμό (πρβλ. χρησ-τικός)].