προλήνιον

From LSJ
Revision as of 18:30, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2")

ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προλήνιον Medium diacritics: προλήνιον Low diacritics: προλήνιον Capitals: ΠΡΟΛΗΝΙΟΝ
Transliteration A: prolḗnion Transliteration B: prolēnion Transliteration C: prolinion Beta Code: prolh/nion

English (LSJ)

τό, A vat in front of a wine-press, LXXIs.5.2.

German (Pape)

[Seite 733] τό, Behälter vor der Kelter, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

προλήνιον: τό, δοχεῖον ἔμπροσθεν τοῦ ληνοῦ, Ἑβδ. (Ἡσαΐ. Ε΄, 2).

Greek Monolingual

τὸ, Α
κάδος που τοποθετείται μπροστά από το πατητήρι, όπου συγκεντρώνεται ο χυμός τών σταφυλιών μετά το πάτημά τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ληνός «πατητήρι» + επίθημα -ιον].