προλήνιον
From LSJ
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
English (LSJ)
τό, A vat in front of a wine-press, LXXIs.5.2.
German (Pape)
[Seite 733] τό, Behälter vor der Kelter, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
προλήνιον: τό, δοχεῖον ἔμπροσθεν τοῦ ληνοῦ, Ἑβδ. (Ἡσαΐ. Ε΄, 2).
Greek Monolingual
τὸ, Α
κάδος που τοποθετείται μπροστά από το πατητήρι, όπου συγκεντρώνεται ο χυμός τών σταφυλιών μετά το πάτημά τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ληνός «πατητήρι» + επίθημα -ιον].