προσήλωσις
From LSJ
Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
English (LSJ)
εως, ἡ, nailing on or to, Apollod.Poliorc.155.12, Gloss.
German (Pape)
[Seite 764] ἡ, das Annageln, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προσήλωσις: ἡ, κάρφωμα ἐπί τινος, Ἀπολλ. Πολιορκ. σ. 22· σταύρωσις, Εὐσ., κλπ.