προσαποξέω

From LSJ
Revision as of 16:15, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσαποξέω Medium diacritics: προσαποξέω Low diacritics: προσαποξέω Capitals: ΠΡΟΣΑΠΟΞΕΩ
Transliteration A: prosapoxéō Transliteration B: prosapoxeō Transliteration C: prosapokseo Beta Code: prosapoce/w

English (LSJ)

erase, expunge as well: metaph., τὴν τυραννοκτονίαν -απέξεσε τῆς πόλεως Lib.Decl.43.45.

Greek (Liddell-Scott)

προσαποξέω: ἀποξέω προσέτι, τί τινος Λιβάν. 4. 810.

Greek Monolingual

Α
1. αφαιρώ κάτι με απόξεση
2. μτφ. εξαλείφω κάτι επί πλέον («τὴν τυραννοκτονίαν τῆς πόλεως προσαπέξεσε», Λιβάν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀποξέω «αφαιρώ με απόξεση, αφαιρώ τελείως»].