προσεμφύω
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
implant in addition, παραγωγάς Phld.Ir. p.50 W.:—Pass., cling yet more closely, D.S.10.18.
Greek Monolingual
Α
1. εμφυτεύω επιπροσθέτως («προσεμφύειν παραγωγάς», Φιλόδ.)
2. μέσ. προσεμφύομαι
προσκολλώμαι σε κάποιον στενότερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἐμφύω «φυτεύω»].