πρόσρηξις

From LSJ
Revision as of 16:45, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσρηξις Medium diacritics: πρόσρηξις Low diacritics: πρόσρηξις Capitals: ΠΡΟΣΡΗΞΙΣ
Transliteration A: prósrēxis Transliteration B: prosrēxis Transliteration C: prosriksis Beta Code: pro/srhcis

English (LSJ)

εως, ἡ, (προσρήγνυμι) dashing against, Sm.2 Ki.5.24, Sch.D Il.1.34.

German (Pape)

[Seite 779] ἡ, das Anschlagen und Zerbrechen woran, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσρηξις: ἡ, (προσρήγνυμι) ἡ μεθ’ ὁρμῆς πρόσκρουσις, τὸ κτύπημα καὶ σπάσιμον πράγματός τινος, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Α. 34, Ἀκύλ. Σύμμ. ἐν Ἀββακοὺμ 3. 9.

Greek Monolingual

-ήξεως, ἡ, Α προσρήγνυμι
ορμητική πρόσκρουση και θραύση ενός πράγματος.