σελμίς

From LSJ
Revision as of 16:10, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2")

ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ → it chanced to be on the first of the month, that day fell on the first of the month

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σελμίς Medium diacritics: σελμίς Low diacritics: σελμίς Capitals: ΣΕΛΜΙΣ
Transliteration A: selmís Transliteration B: selmis Transliteration C: selmis Beta Code: selmi/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, A angler's noose made of hair (ὁρμιὰ τριχίνη), Hsch. 2 = ἴκρια, Id.:—also σελμῶν· σανίδων, Id. σέλπιδες· σχεδίαι, Id. σέλπον, τό,= σίλφιον, Id.

German (Pape)

[Seite 871] ίδος, ἡ, 1) = Vorigem, bes. ein Brettergerüst, VLL. – 2) die härene Angelschnur, Hesych., wie Eust. σελμίδες τὰ σχοινία.

Greek (Liddell-Scott)

σελμίς: -ίδος, ἡ, «ὁρμιὰ τριχίνη. καὶ τὰ ἰκρία» Ἡσύχ. 2) ὡσαύτως = σέλμα, ὁ αὐτ.· ὡσαύτως σελμός, ὁ, ὁ αὐτ.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) α) «ὁρμιὰ τριχίνη»
β) «τὰ ἰκρία».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σέλμα + επίθημα -ίς, -ίδος, παρ' ότι το πρώτο ερμήνευμα του τ. γεννά προβλήματα].