σιγητέον
From LSJ
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
English (LSJ)
one must be silent, E.Hel. 1387.
Greek (Liddell-Scott)
σιγητέον: ῥηματ. ἐπίθετ., πρέπει τις νὰ σιγᾷ ἢ σιγήσῃ, Εὐρ. Ἑλ. 1387.
Greek Monotonic
σιγητέον: ρημ. επίθ. του σιγάω, αυτό που πρέπει κάποιος να σιγήσει ή να σιωπήσει, σε Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σιγητέον [σιγάω] er moet gezwegen worden.