σιτοκόπτης
From LSJ
Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men
English (LSJ)
λίθος, stone for pounding corn, BGU 405.7 (iv A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
σιτοκόπτης: -ου, ὁ, ὁ κόπτων, ἀλέθων τὸν σῖτον, Πάπυρος Βερολίνου 401, 10 (a 618 σ. C).
Greek Monolingual
ὁ, Α
φρ. «σιτοκόπτης λίθος» — η μυλόπετρα πάπ..
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -κόπτης (< κόπτω)].