σιλφιωτός
From LSJ
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
English (LSJ)
ή, όν, A prepared with silphium, Ar.Fr.130.
German (Pape)
[Seite 882] mit Silphion bereitet, Ar. bei Poll. 6, 69.
Greek (Liddell-Scott)
σιλφιωτός: -ή, -όν, ὁ διὰ σιλφίου παρασκευασμένος, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 180.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α σιλφιῶ
καρυκευμένος με σίλφιο.
Russian (Dvoretsky)
σιλφιωτός: приправленный сильфием Arph.