Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σκηνορράφος

From LSJ
Revision as of 07:35, 29 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "as Subst." to "as substantive")

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκηνορράφος Medium diacritics: σκηνορράφος Low diacritics: σκηνορράφος Capitals: ΣΚΗΝΟΡΡΑΦΟΣ
Transliteration A: skēnorráphos Transliteration B: skēnorraphos Transliteration C: skinorrafos Beta Code: skhnorra/fos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, (ῥάπτω) A sewing tents: as substantive, tentmaker, Ael.VH2.1.

Greek (Liddell-Scott)

σκηνορράφος: -ον, ὁ ῥάπτων σκηνάς· ὡς οὐσιαστ., ὁ ἐπαγγελλόμενος τὸν σκηνοποιόν, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 2. 1· ― ὡσαύτως, σκηνορραφικός, ή, όν, Νικήτ. Εὐγεν. 1. 115.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui coud des toiles de tentes, fabricant de tentes.
Étymologie: σκηνή, ῥάπτω.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και δ. γρφ. σκηνοράφος Α
κατασκευαστής σκηνών, αντισκήνων, σκηνοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνή + -ρράφος (< ῥάπτω), πρβλ. δολο-ρράφος].