σκλήρωμα

From LSJ
Revision as of 18:50, 11 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v.l. " to "v.l. ")

Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκλήρωμα Medium diacritics: σκλήρωμα Low diacritics: σκλήρωμα Capitals: ΣΚΛΗΡΩΜΑ
Transliteration A: sklḗrōma Transliteration B: sklērōma Transliteration C: skliroma Beta Code: sklh/rwma

English (LSJ)

ατος, τό, A induration, Hp. Epid.4.38, Poll.4.198 (v.l. σκίρωμα), Orib.45.7.1.

German (Pape)

[Seite 901] τό, verhärteter Körper, Theil, Verhärtung, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

σκλήρωμα: τό, ἐσκληρωμένον μέρος, σκίρρωμα, Ἱππ. 1135G, Ὀρειβάσ. 39 Mai.

Greek Monolingual

το, ΝΑ, και σκλῆμα Α σκληρῶ
αποσκληρωμένο μέρος ή σκληρό όγκωμα.