στηρικτός

From LSJ
Revision as of 13:15, 28 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στηρικτός Medium diacritics: στηρικτός Low diacritics: στηρικτός Capitals: ΣΤΗΡΙΚΤΟΣ
Transliteration A: stēriktós Transliteration B: stēriktos Transliteration C: stiriktos Beta Code: sthrikto/s

English (LSJ)

ή, όν, solid, firmly based, Hymn.Is. 163. = στηρικτικός (stationary), Cat.Cod.Astr. 1.100.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α στηρίζω
1. σταθερός, ασάλευτος («ἄκραις στηρικταῑς», Ύμν. Ίσ.)
2. στηρικτικός.