συγκεράω
From LSJ
λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human”
English (LSJ)
v. συγκεράννυμι.
Greek (Liddell-Scott)
συγκεράω: ἴδε ἐν λ. συγκεράννυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγκεράω zie συγκεράννυμι.