σφρίγος
From LSJ
τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.
English (LSJ)
εος, τό, full strength, σφρίγει βραχιόνων Hermipp.58.
Greek (Liddell-Scott)
σφρίγος: [ῐ], τό, πλήρης ἰσχύς, ἀκμή, δύναμις, σφρίγει βραχιόνων Ἕρμιππ. ἐν «Στρατιώταις» 1. 6.
Greek Monolingual
το / σφρίγος ΝΜΑ, και σφρῑγος και ασυναίρ. τ. γεν. -εος Α
ακμή σωματικής δύναμης, ευρωστία, ζωηρότητα (α. «γεμάτος νεανικό σφρίγος» β. «σφρίγει βραχιόνων», Ερμιππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του ρ. σφριγῶ].