σύμμεικτος

From LSJ
Revision as of 15:55, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")

ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμμεικτος Medium diacritics: σύμμεικτος Low diacritics: σύμμεικτος Capitals: ΣΥΜΜΕΙΚΤΟΣ
Transliteration A: sýmmeiktos Transliteration B: symmeiktos Transliteration C: symmeiktos Beta Code: su/mmeiktos

English (LSJ)

(on the spelling A v. μείγνυμι), ον, also η, ον Stob.3.17.28 (v.l.):—commingled, promiscuous, καρπός Hes.Op.563; σύμμεικτα . . βουκόλων φρουρήματα S.Aj.53; θηρώμενοι ξύμμικτα μὴ δίκαια καὶ δίκαι' ὁμοῦ E.Fr.419; σ. εἶδος, of the Minotaur, ib.996; esp. of irregular troops, σ. στρατός Hdt.7.55; ἄνθρωποι, ὄχλοι, Th.6.4, 17; opp. true citizens, Id.4.106; ξενικὸν ἀργύριον σ. miscellaneous, IG12.310.302; σ. χαλκώματα Lys.19.27; χρυσία σ. διάλιθα IG22.1388.63; πρόβατα PTeb.53.19 (ii B.C.), etc. Adv. -τως Str.1.2.27 (v.l.). 2 c. dat., θυσίαι τελεταῖς σ. Pl.Lg.738c. 3 compounded, ἐκ γῆς τε καὶ ὕδατος Id.Ti.61a, cf. Lg.692a; σ. [λόγος] consolidated account, PLond.3.1157.1 (iii A.D.).

Greek Monolingual

-η, -ο / σύμμεικτος, -η, -ον, ΝΜΑ, και σύμμειχτος, -η, -ο, Ν, και τ. θηλ. -ος, Α
βλ. σύμμικτος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύμμεικτος en σύμμικτος -ον, Att. ook ξύμμεικτος [συμμείγνυμι] gemengd, divers, (van) allerlei (aard) (van zaken en personen, ook overdr. );; σ. καρπός gemengd fruit Hes. Op. 563; σ. χαλκώματα allerlei koperen vaatwerk Lys. 19.27; met gen., met ἐκ + gen. samengesteld (uit):; ὁ σύμμικτος στρατὸς παντοίων ἐθνέων het leger, samengesteld uit allerlei volkeren Hdt. 7.55.2; ἡ βασιλεία... ἐξ ὧν ἔδει σύμμεικτος het koningschap, samengesteld uit wat nodig was Plat. Lg. 692a; met dat. gecombineerd met:. θυσίαι τελεταῖς σύμμεικτοι offers, gecombineerd met riten Plat. Lg. 738c. spec. multi-etnisch, van verschillende herkomst:. τὴν πόλιν... ξυμμείκτων ἀνθρώπων οἰκίσας nadat hij de stad had bevolkt met mensen van verschillende herkomst Thuc. 6.4.6; = συμμείκτους... κατοικίσας Plut. Alex. 9.1.