ταγματάρχης

From LSJ
Revision as of 08:15, 14 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " of a]]" to "]] of a")

ἀλλ' οὐδὲν δεῖ παρὰ τὸν βωμόν σε βουλεύειν → better safe than sorry

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταγμᾰτάρχης Medium diacritics: ταγματάρχης Low diacritics: ταγματάρχης Capitals: ΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗΣ
Transliteration A: tagmatárchēs Transliteration B: tagmatarchēs Transliteration C: tagmatarchis Beta Code: tagmata/rxhs

English (LSJ)

ου, ὁ, A leader of a τάγμα, D.H.20.4, Onos.42.8:— hence ταγμᾰταρχέω, Ph.1.368.

German (Pape)

[Seite 1063] ὁ, der eine Heerschaar anführt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ταγμᾰτάρχης: -ου, ὁ, ὁ ἀρχηγὸς τάγματος, Διονυσ. Ἁλ. Ἀποσπ. Escur.· καὶ ταγμάταρχος, ὁ, Κ. Μανασσ. Χρον. 1048, 2257, 4074, 4221: ― ἐντεῦθεν τὸ ῥῆμα ταγμᾰταρχέω, Φίλων 1. 368· καὶ οὐσιαστ. ταγματαρχία, ἡ, Διον. Ἀρεοπ. σ. 21C.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
αρχηγός τάγματος
νεοελλ.
βαθμός ανώτερου αξιωματικού, ανώτερος του λοχαγού και κατώτερος του αντισυνταγματάρχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τάγμα, -ατος + -άρχης].