τεοῦ
From LSJ
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
English (LSJ)
Dor. gen. of σύ, Epich.145, Sophr.84, Call.Cer.99, cf. A.D. Pron.75.16.
II τέου, gen. of τίς, Archil.95.
German (Pape)
[Seite 1092] ep. u. dor. gen. von σύ statt σοῦ, Callim. Cer. 99; s. Apoll. Dysc. de pron. p. 356.
Greek (Liddell-Scott)
τεοῦ: Ἐπικ. καὶ Δωρ. γενικ. τῆς ἀντωνυμ. σύ, Καλλ. εἰς Δήμ. 98, Ἀπολλών. περὶ Ἀντωνυμ. 356.
Greek Monolingual
(Α τεοῦ)
(δωρ. τ. γεν. εν. της προσ. αντων. β' προσ. σύ) βλ. εσύ.