τολμητικός

From LSJ
Revision as of 10:42, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ἐν τᾷ μεγάλᾳ Δωρίδι νάσῳ Πέλοπος → in the great Doric island of Pelops

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τολμητικός Medium diacritics: τολμητικός Low diacritics: τολμητικός Capitals: ΤΟΛΜΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: tolmētikós Transliteration B: tolmētikos Transliteration C: tolmitikos Beta Code: tolmhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, = τολμηρός, in Sup., Hippod. ap. Stob.4.1.94.

German (Pape)

[Seite 1126] = τολμηρός, Schol. Eur. Or. 1405.

Greek (Liddell-Scott)

τολμητικός: -ή, -όν, = τολμηρός, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 1405· ὑπερθετ. τολμητικώτατος, θυμικωτάτων καὶ τολμητικωτάτων Ἱπποδάμας παρὰ Στοβ. 248. 56.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. τολματικός, -ή, -όν, Α τολμητής
τολμηρός.