τρίσχοινος

From LSJ
Revision as of 10:42, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίσχοινος Medium diacritics: τρίσχοινος Low diacritics: τρίσχοινος Capitals: ΤΡΙΣΧΟΙΝΟΣ
Transliteration A: tríschoinos Transliteration B: trischoinos Transliteration C: trischoinos Beta Code: tri/sxoinos

English (LSJ)

ον, three σχοῖνοι long or broad, in neut., Str.17.1.31, cf. Plin.HN5.85.

German (Pape)

[Seite 1148] drei σχοῖνοι haltend, drei σχοῖνοι lang, weit, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τρίσχοινος: -ον, ὁ ἔχων μῆκοςπλάτος τριῶν σχοίνων, πρβλ. Plin. Η. Ν. 5. 24.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει μήκος ή πλάτος τριών σχοίνων, δηλαδή τριών μέτρων γης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + σχοῖνος (πρβλ. πεντά-σχοινος)].