φαρμακοφόρος
From LSJ
ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues
English (LSJ)
ον, producing drugs, Eust.1415.54.
German (Pape)
[Seite 1257] Arzneimittel, Gift hervorbringend, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
φαρμακοφόρος: -ον, ὁ φέρων, παράγων φάρμακα, περὶ τῆς Ἐφύρας, «ἐκ ταύτης φασί τινες τὸν Ὀδυσσέα λαβεῖν ἀνδροφόνα φάρμακα λέγοντες φαρμακοφόρον ποτὲ γενέσθαι αὐτὴν, διὰ τὸ ἐκεῖ κατοικῆσαι τὴν Μήδειαν» Εὐστ. 1415 55.
Greek Monolingual
-ον, Μ
(ως προσωνυμία της Εφύρας) αυτός που παράγει φάρμακα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακον + -φόρος].