φθισίφρων
From LSJ
English (LSJ)
ονος, ὁ, ἡ, destroying the mind, Opp.C.2.423 (φθεισ-).
German (Pape)
[Seite 1271] ονος, den Verstand zerstörend, die Besinnung raubend, Opp. Cyn. 2, 423.
Greek (Liddell-Scott)
φθῑσίφρων: -ονος, ὁ, ἡ, ὁ φθείρων, καταστρέφων τὰς φρένας, Ὀππ. Κυνηγ. 2. 423.
Greek Monolingual
-ονος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που φθείρει τον νου, που καταστρέφει τη σκέψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος (< φθίνω + -φρων [< φρήν, φρενός]), πρβλ. κλεψί-φρων. Ο τ. αντί του αναμενόμενου φθει-σίφρων, σχηματισμένου από την απαθή βαθμίδα του ρ. φθίνω (βλ. λ. φθίνω), όπως τα σύνθ. με δεξι-, κλεψι-,τερψι- κ.λπ.].