φιλανθής
From LSJ
Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein
English (LSJ)
ές, A fond of flowers, μελισσα AP5.31 (Marc. Arg.); στέφανοι ib.71 (Pall.).
German (Pape)
[Seite 1274] ές, Blumen liebend; Βάκχος Eur. frg. bei Ath. XI, 465 b; μέλισσα M. Arg. 2 (V, 52); στέφανος Rufin. 10 (V, 72).
Greek (Liddell-Scott)
φῐλανθής: -ές, ὁ ἀγαπῶν τὰ ἄνθη, Ἀνθ. Π. 5. 32 καὶ 72.
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ
αυτός που αγαπά τα άνθη, που του αρέσουν τα λουλούδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -ανθής (< ἄνθός), πρβλ. χρυσ-ανθής].
Russian (Dvoretsky)
φιλανθής:
1) цветолюбивый (μέλισσα Anth.);
2) украшенный цветами (στέφανοι Anth.).