χαμαίγειρον
From LSJ
κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
English (LSJ)
τό, = βήχιον, Ps.-Dsc.3.112.
Greek (Liddell-Scott)
χαμαίγειρον: τό, = βήχιον, «φυτὸν ἔχον φύλλα ὅμοια κισσῷ, μέζονα δὲ ς΄ ἢ ζ΄, ἐκ μὲν τῶν πρὸς τὰ ἄνω χλωρά, ἐκ δὲ τῶν πρὸς τὰ κάτω λευκά, Διοσκ. (ἐκ τῶν Νόθ.) 3. 116 (126).
Greek Monolingual
τὸ, Α
το φυτό βήχιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + αἴγειρος, ονομ. δέντρου].