χερσόβιος
From LSJ
ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit
English (LSJ)
ον, living on dry land, opp. λιμνόβιος, Philum.Ven. 36.1.
German (Pape)
[Seite 1351] auf dem festen Lande lebend, Ggstz λιμνόβιος, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χερσόβιος: -ον, ὁ ζῶν ἐπὶ τῆς χέρσου, τῆς ξηρᾶς, ἀντίθετον τῷ λιμνόβιος, Ἀετ. Ἀλεξιφ. 36.
Greek Monolingual
-ον, ΝΑ
νεοελλ.
βιολ. αυτός που ζει αποκλειστικά στην ξηρά («χερσόβιοι οργανισμοί»)
αρχ.
αυτός που ζει στην ξηρά, σε αντιδιαστολή προς τον λιμνόβιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χέρσος + βίος (πρβλ. λιμνό-βιος, ὑγρό-βιος)].