χοροστάτης

From LSJ
Revision as of 20:34, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 68
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χοροστάτης Medium diacritics: χοροστάτης Low diacritics: χοροστάτης Capitals: ΧΟΡΟΣΤΑΤΗΣ
Transliteration A: chorostátēs Transliteration B: chorostatēs Transliteration C: chorostatis Beta Code: xorosta/ths

English (LSJ)

[ᾰ], Dor. χορο-στάτας, ου, ὁ, leader of a chorus, IG12(2).645.36 (Nesus, iv B. C.), Him.Or.9.3, Jul.Ep.186:—fem. χορο-στάτις, ἡ, Alcm.23.84.

German (Pape)

[Seite 1367] ὁ, der den Chor, den Reigentanz anstellt, anführt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χοροστάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, ὁ τὸν χορὸν ἱστάς, ὁ χοροστατῶν, ὁ τοῦ χοροῦ ἐξάρχων ἢ κατάρχων, Ἱμέρ. 9. 3, Ἰουλιαν. 421Α. Ἐντεῦθεν ἐπίθ. χοροστατικός, ή, όν, ἡ χ. Ρήτορες (Walz) τ. 9. 196.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
celui qui forme un chœur de danse.
Étymologie: χορός, ἵστημι.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. χοροστάτας, ό, θηλ. χοροστάτις, -ιδος, Α
αυτός που οδηγεί τον χορό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + -στάτης (< θ. στα- του ἵστημι), πρβλ. πυρο-στάτης].