ψυχέμπορος
From LSJ
English (LSJ)
ον, trafficking in lives or men, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1403] mit Seelen, Menschen handelnd, Seelenverkäufer, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ψῡχέμπορος: -ον, «ὁ τοὺς ἀνθρώπους ἀγοράζων καὶ πωλῶν» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ον, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ὁ τοὺς ἀνθρώπους ἀγοράζων καὶ πωλῶν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + ἔμπορος.