ἀμαλακιστία
ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more
English (LSJ)
ἡ, incapability of being softened, hardness, etym. of Ἀμάλθεια, D.S.4.35.
German (Pape)
[Seite 115] ἡ, Unermüdbarkeit, Abhärtung, Diod. S. 4, 35.
Spanish (DGE)
(ἀμᾰλᾰκιστία) -ας, ἡ
dureza, inexorabilidadcomo etim. de Ἀμάλθεια D.S.4.35, Lyd.Mens.4.71, Et.Gen.583, Zonar.s.u. Ἀμάλθεια.
Greek Monolingual
ἀμαλακιστία, η (Α) ἀμαλάκιστος
το να μην είναι κάτι μαλακό ή να μην μπορεί να μαλακώσει, σκληράδα, σκληρότητα.
Russian (Dvoretsky)
ἀμᾰλᾰκιστία: ἡ досл. несмягчаемость, перен. неутомимость, неослабевающая сила Diod.